Page 4 - Γλωσσάρι βασικών όρων για Social Media και όχι μόνο
P. 4
AdSense
Μια πλατφόρμα προβολής διαφημίσεων από την Google, η οποία επιτρέπει στους Web Designers
να δημιουργούν ροή εισοδήματος τοποθετώντας διαφημίσεις στους ιστότοπούς τους.
AdWords ή Google AdWords
Η διαφημιστική πλατφόρμα της Google στην οποία οι marketers καταχωρούν τις πληρωμένες δια-
φημίσεις τους χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά ανά καμπάνια και σελίδα που προ-
ωθούν.
Affiliate Marketing
Ο όρος Affiliate Marketing περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στον Διαφημιζόμενο και στον Affiliate (ή
Publisher), κατά την οποία ο δεύτερος προωθεί επισκέπτες στην ιστοσελίδα του πρώτου και πλη-
ρώνεται μόνο εφόσον οι επισκέπτες αυτοί πραγματοποιήσουν μία προσυμφωνημένη ενέργεια (τις
περισσότερες φορές η ενέργεια αυτή είναι η πραγματοποίηση μιας αγοράς).
Aggregator
Ένα άτομο ή ένας οργανισμός που συλλέγει περιεχόμενο Web (ή/και μερικές φορές εφαρμογές)
από διαφορετικές πηγές στο διαδίκτυο για επαναχρησιμοποίηση ή μεταπώληση. Υπάρχουν δύο
είδη συσσωρευτών περιεχομένου: (1) όσοι συγκεντρώνουν απλώς υλικό από διάφορες πηγές για
τους ιστοτόπους τους, και (2) όσοι συγκεντρώνουν και διανέμουν περιεχόμενο που ταιριάζει στις
ανάγκες του πελάτη τους. Η τελευταία διαδικασία ονομάζεται syndication.
Alt text ή Alt tag
Είναι ένα κομμάτι κώδικα HTML που προστίθεται σε μια εικόνα. Αυτό είναι το κείμενο που εμφα-
νίζεται όταν κρατάτε το ποντίκι πάνω από μια εικόνα σε έναν ιστότοπο.
Analytics
Οποιεσδήποτε μετρήσεις, στατιστικά στοιχεία ή δείκτες-κλειδί που μας δίνουν μια εικόνα αποτε-
λεσματικότητας των πωλήσεων μας ή της marketing καμπάνιας μας. Πολλοί ιστότοποι όπως το Fa-
cebook, Google κ.α. που προσφέρουν προωθητικές δυνατότητες παρέχουν συνήθως το δικό τους
κομμάτι Analytics με εκτενείς παρουσίαση στατιστικών στοιχείων.
Anchor Tag/Text
Το κομμάτι του κειμένου, συνήθως μπλε στο χρώμα(μπορεί να αλλάξει όμως) που χρησιμοποιείται
ως υπερσύνδεση (Hyperlink) για την καθοδήγηση του επισκέπτη σε άλλο σημείο της ίδιας ιστοσε-
λίδας (π.χ. στην κορυφή της ή σε κάποια συγκεκριμένη ενότητα).
API (Application Programming Interface)
Ένα σύνολο λειτουργιών και διαδικασιών/πρωτοκόλλων που επιτρέπουν τη διεπαφή των προγραμ-
ματιστικών διαδικασιών που παρέχει ένα λειτουργικό σύστημα, βιβλιοθήκη ή εφαρμογή προκει-
μένου να επιτρέπει να γίνονται προς αυτά αιτήσεις από άλλα προγράμματα ή/και ανταλλαγή δε-
δομένων.
3